- ἀναλαμβάνοντας
- ἀναλαμβάνωtake uppres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μακ Ναμάρα, Ρόμπερτ — (Robert McNamara, Σαν Φρανσίσκο 1916 –). Αμερικανός πολιτικός. Αποφοίτησε το 1937 από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, με πτυχίο στα οικονομικά και στη φιλοσοφία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Χάρβαρντ. Το… … Dictionary of Greek
Μοσαντέκ, Μοχάμετ — (Mosaddeq Mohammad, Τεχεράνη 1880 – 1967). Ιρανός πολιτικός και πρωθυπουργός του Ιράν (1951 53). Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελβετία, στο Πανεπιστήμιο της Λοζάνης, επέστρεψε στο Ιράν (1914), αναλαμβάνοντας τη γενική διοίκηση της… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
ανάδοχος — Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Α. λέγεται και… … Dictionary of Greek
αυτοδεσμεύομαι — δεσμεύω τον εαυτό μου αναλαμβάνοντας να εκπληρώσω κάποια υποχρέωση ή υπόσχεση … Dictionary of Greek
λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
ναυλωτής — ο θηλ. ναυλώτρια φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με ιδιοκτήτη πλοίου για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
νηογνώμονας — ο ναυτ. ιδιωτικός διεθνής οργανισμός που ασχολείται με τη στατιστική τών ναυπηγήσεων, τών ναυαγίων και τών αβαριών, με την έκδοση προδιαγραφών ασφάλειας τών εμπορικών πλοίων καθώς και με την έκδοση κανονισμών κατάταξής τους σε κλάσεις, ελέγχει… … Dictionary of Greek